Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Μια πολύ αληθινή και οδυνηρά επίκαιρη ιστορία.

Η ιστορία που διηγήθηκε ο Μαρκ Κούπερ
(μια προηγούμενη παραλλαγή απ' αυτή που αργότερα έδωσε ως ρεπορτάζ στο Rolling Stone)


Τους περίμεναν στην έρημο. Ήταν όλοι Μεξικανοί. Ή μάλλον σχεδόν όλοι, γιατί ήταν κι ένας από το Σαλβαδόρ. Οι περισσότεροι ήταν άντρες, εκτός από δύο κοπελίτσες και ένα αγοράκι περίπου οχτώ ετών. Τους πέρασε από τη Νογάλες απέναντι, ένας μάγκας στη δουλειά αυτή που τον έλεγαν Μπενίτο. Τους πήρε εκατόν πενήντα δολάρια το κεφάλι και εβδομηνταπέντε για το παιδί. Ο μάγκας τους άφησε στη μέση αμερικανικής ερήμου μέσα σ’ ένα παλιό φορτηγάκι. Εκεί τους παράτησε σ’ έναν Δομινικανό οδηγό με το επώνυμο Σάντος. Έπρεπε να τους αφήσει στον σταθμό των λεωφορείων του Φήνιξ. Ο Σάντος βιαζόταν γιατί ήταν τα γενέθλια της μαμάς του και είχε υποσχεθεί να πάει αυτός το ρούμι για το πάρτυ.

Η συμμορία του Κουέυλ λεγόταν The New Americans, Οι Νέοι Αμερικανοί. Έτσι λεγόταν τότε, γιατί έναν χρόνο πριν κυκλοφορούσαν ως Frontier Raiders και πριν από δύο χρόνια ήταν απλώς ένα παρακλάδι της John Birch Society (γνωστή ακροδεξιά αντικομμουνιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1958 στην Ινδιανάπολη). Η συμμορία αποτελούνταν από εφτά άτομα, με δύο τζηπ.
Η ομάδα του Κουέυλ έκανε εξάσκηση στη σκοποβολή με άφθονη κατανάλωση μπίρας. Ο συνδυασμός ήταν τέλειος. Έπιναν το περιεχόμενο και μετά χρησιμοποιούσαν τα αλουμινένια κουτάκια ως στόχους.

Οι The New Americans ανακάλυψαν το φορτηγάκι του Σάντος κατά τύχη και άρχισαν το κυνήγι με τα τζηπ τους, σαν να χτυπούσαν ένα ήρεμο κοπάδι βουβάλια. Καραμπίνες, κραυγές καουμπόυκες, ενώ τα τζηπ πετούσαν πάνω στους αμμόλοφους. Όταν έφτασαν στο όχημα που οδηγούσε ο πανικόβλητος Δομινικανός, άρχισαν να πυροβολούν με τα Μ2. Πρώτα τα λάστιχα, ύστερα τη μηχανή. Το φορτηγάκι καρφώθηκε σε ένα μικρό ύψωμα μέσα στον πάταγο των πυροβολισμών και στα ουρλιαχτά. Η συμμορία του Κουέυλ κατέβηκε από τα τζήπ. Οι άντρες του στήθηκαν σε ημικύκλιο και ά΄ρχισαν να σπάζουν τα τζάμια με τους υποκόπανους.

Ύστερα φώναξαν να βγουν έξω οι επιβάτες. Δύο δεν βγήκαν αμέσως. Ο ένας ε’ιχε σπάσει τη ωμοπλάτη με το τρακάρισμα και ο άλλος είχε ένα τεράστιο σχίσιμο πάνω από το φρύδι, από τα σπασμένα γυαλιά. Άλλοι δύο είχαν ελαφρά τραύματα που όμως δεν τους εμπόδισαν να κατέβουν από το φορτηγάκι με τα χέρια ψηλά.

Ο Κουέυλ δεν επέτρεψε στα ανυπόμονα παλικάρια του να θερίσουν επί τόπου με τις ριπές τους παράνομους μετανάστες. Αν έπεσαν πυροβολισμοί ήταν μόνο στον αέρα. Αντιθέτως, έβγαλε τα παπούτσια και τα καπέλα όλων, έψαξε τους σάκους από καραβόπανο και τους μπόγους τους που ήταν δεμένοι με σκοινιά, σκάλισε τις άθλιες χαρτονένιες βαλίτσες και πέταξε στην έρημό όλα τα ρούχα τους. Τα έκαμε μια στοίβα και έβαλε φωτιά. Μ’ ένα μπιτόνι βενζίνη πυρπόλησε καρώ πουκάμισα και διαβατήρια, τα παπούτσια και τα καουμπόυκα καπέλα που ήταν αγορασμένα στο Μεξικό, φουλάρια και λευκά σεντόνια.

Μετά ο Κουέυλ και τα παλικάρια του ανέβηκαν στα τζηπ και παράτησαν τους Μεξικανούς στην έρημο. Πήγαν κάπου εκεί να πιουν μπίρες και να αφηγηθούν την ιστορία. Εφόσον οι Αρχές ήταν ανίκανες να σταματήσουν τους παράνομους μετανάστες που περνούσαν τα σύνορα, θα το έκαναν αυτοί που μπορούσαν.

Ο Κουέυλ μάλιστα δήλωνε στον Τύπο ότι η επιχείρησή του είχε μάλιστα ηθικό στόχο, ανώτερο σκοπό. Αυτός και οι λεβέντες του ήταν οι φρουροί της πατρίδας, οι λευκοί άγγελοι των μαύρων συνόρων. Είχαν αναλάβει το καθήκον να μην επιτρέπουν σε άτομα χωρίς άδεια να μπαίνουν στη χώρα και να παίρνουν τις δουλειές από τους ντόπιους. Εξάλλου, οι λαθρομετανάστες ήταν η κυριότερη πηγή του εμπορίου ναρκωτικών που εξαχρείωνε την αμερικανική νεολαία. Ήταν ηθική επιταγή να συλλαμβάνονται οι λαθρομετανάστες, ήταν εθνικό καθήκον, ήταν η αναγέννηση της παράδοσης του ένοπλου πολίτη που υπερασπίζει τα δικαιώματά του.

Μερικοί από τους επιβάτες του φορτηγού που είχαν πυροβοληθεί βρέθηκαν δύο μέρες αργότερα από μια αστυνομική περίπολο να περιπλανιούνται στην έρημο. Είχαν παρανοήσει από την ηλίαση, ήταν γεμάτοι πληγές και σε κατάσταση αφυδάτωσης. Άρχισε η αναζήτηση για το σημείο της επίθεσης με σκοπό να βρεθεί το φορτηγάκι. Βρήκαν εκεί έναν νεκρό Μεξικανό και τον τραυματισμένο στην ωμοπλάτη σε κώμα, απ’ το οποίο δεν συνήλθε ποτέ.

Οι θρησκευτικές οργανώσεις που έχουν σχέση με κίνημα Σαντουάριο της Αριζόνα, του Τέξας και του Νέου Μεξικού κατέθεσαν μήνυση εναντίον της συμμορίας του Κουέυλ και τον συνέλαβαν ομοσπονδιακοί αστυνομικοί. Στη δίκη, η υπεράσπιση, που την είχε αναλάβει ένας δικηγόρος του Συλλόγου White Frontier – Λευκά Σύνορα – υποστήριξε ότι ο Κουέυλκαι οι λεβέντες του όταν πυροβόλησαν εναντίον των λαθροματαναστών ενεργούσαν υπερασπίζοντας το νόμο για τη μετανάστευση. Βγήκαν με μια ελαφριά ποινή για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Οι Μεξικανοί μετανάστες απελαθηκαν.

Ύστερα από εφτά μήνες, μόλις βγήκε από την φυλακή, ο Κουέυλ συνελήφθη επειδή έσπασε δύο πλευράς της γυναίκας του, ξυλοκοπώντας τη σ’ ένα συζυγικό καβγά. Στη δίκη αποδείχθηκε ότι αυτές οι βίαιες πράξεις του ήταν συχνές. Ενάμιση χρόνο μετά τη δεύτερη εκείνη καταδίκη, ο Κουέυλ συνελήφθη από την Border Patrol ενώ ήταν επικεφαλής ενός κομβόυ από πέντε νταλίκες που κουβαλούσαν ένα από τα μεγαλύτερα φορτία μαριχουάνας που πιάστηκε ποτέ στη Νοτιοανατολική Αριζόνα.

Το πυρπολημένο φορτηγάκι, εγκαταλελειμμένο στην έρημο, έγινε ένας παράξενος τόπος προσκυνήματος. Κάθε τόσο ομάδες μεροκαματιάρηδων, οικοδόμοι, μαραγκοί και σκουπιδιάρηδες από τη Λατινική Αμερική που κατοικούν στο Φοίνηξ ή στη Τουσόν, ή ακόμα και σε μέρη μακρινά όπως το Ντάλλας ή το Χιούστον, κάνουν μια βόλτα στους αμμόλοφους για να χαζέψουν τις λαμαρίνες που είναι σουρωτήρι από τις σφαίρες. Έρχονται μαζί με τις οικογένειές τους, ακόμα και με τα μικρά τους παιδιά. Συχνά βλέπεις αναμμένα κεριά που αντέχουν στους απαλούς ανέμους και σχεδόν πάντα πάνω στο μεταλλικό κουφάρι, που σιγά σιγά σκεπάζεται από την άμμο, υπάρχουν ξεραμένες ανθοδέσμες.

Paco Ignacio Taibo II, Όνειρα Συνόρων

Δεν υπάρχουν σχόλια: